χαβανόχερο

χαβανόχερο
το
γουδόχερο, γουδοχέρι, κόπανος χαβανιού: Χτύπησε το χέρι του με το χαβανόχερο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χαβανόχερο — το, Ν ο κόπανος τού χαβανιού, γουδοχέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαβάνι + χέρι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”